- ἑξαπτέρυγοι
- ἑξαπτέρυγοςsix-wingedmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαπτέρυγος — η, ο (AM ἑξαπτέρυγος, ον) 1. αυτός που έχει έξι πτέρυγες 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εξαπτέρυγα και (ε)ξαφτέρουγα και ξεφτέρια α) απεικονίσεις τών Σεραφείμ με τις έξι φτερούγες πάνω σε μεταλλικούς δίσκους που φέρονται στις θρησκευτικές τελετές… … Dictionary of Greek